Ήταν μεσάνυχτα… Το νερό κατέβαινε ουρανοκατέβατο σαν χειμωνιάτικος λόχος στρατού. Η πανσέληνος έφεγγε έκρυθμη σαν να ήθελε να μιλήσει. Πρώτη φορά παρατήρησα κάτι τόσο όμορφο σε απόσταση πνοής. Πως είναι δυνατόν εδώ να βρέχει και λίγο πιο μακριά να υπερνικά ο ήλιος; Πως είναι δυνατόν, να βρέχει και κανείς να μην έχει δει τη πραγματική βροχή; Ευγνωμονώ αυτή τη στιγμή, νιώθω υπερλαχταρισμένος.
Η βροχή συνέχιζε, σιμά της υπήρχε και ο παλιός μου γνώριμος. Αυτή τη φορά σφύριζε με την συνοδεία των ψιχάλων. Παραπάνω από ανεμοβρόχι. Κάπου τη γνωριζω αυτή την αίσθηση, η αίσθηση του έρωτα… Καιρό είχα να την νιώσω, ίσως όμως ποτέ να μην την ένιωσα. Το δρολάπι της βροχής και ο δρόμος της φυγής χόρευε αστρικά σαν ένα ερωτικό μπλουζ, που ακούς στο ραδιόφωνο και δε γνωρίζεις τον τίτλο…
Με συνεπήρε η μομφή της φύσης για λίγη ώρα, δεν πήγα καν στο στέγαστρο που ήταν λίγα μέτρα κοντά μου. Τα ρούχα μου είχαν μουλιάσει και ένιωθα το ψύχος στο σώμα μου. Είναι όμορφο όταν σε αγγίζουν οι σταγόνες της βροχής και δεν ενοχλείσαι, απεναντίας αποζητάς κι άλλο.
Καθώς ήμουν μόνος, μια αγγελική μορφή εμφανίστηκε. Ηρθε δίπλα στον υδροφόρο ορίζοντα. Ήθελε κουβέντα, ήθελε εκείνη τη γνωριμία, ή μήπως την ήθελα εγώ; Δεν κρατήθηκα, της μίλησα ασυναίσθητα… Ένα αμήχανο, αγύριστο και σκορπίστικο “Χέι” ξεπετάχτηκε. Γύρισε πλάι μου και αντίκρισα το πορφυρό της βλέμμα.
Ξαφνικά…
Ο χρόνος πάγωσε, το πρόσωπο της, το γνώριζα απ’ έξω, κάθε πόρος και γοητεία. Η ροζ μυτη της, ήταν σαν να είχε συνάχι εποχής.. Τα μάτια της, τόσο γλυκά και αθώα, όπως ένα νεογέννητο κουτάβι. Τα μάγουλα της, κατακόκκινα και ασημωμένα. Τα χείλη της, ήταν σαρκώδη, διαρθρωτικά και συνοχικά, τόσο χορογραφικά σχηματισμένα, σαν ένα πιστό οργανόγραμμα. Το επιβλητικό της σαγόνι, σαν δύο ημιευθείες που σχηματίζουν μια καλαίσθητη γωνια. Οι χαριτωμένες βλεφαρίδες της, όλα τα χαρακτηριστικά της, αντιφέγγουν το λυκόφως του ερημικού αμμώδουςς φεγγαριού.
Δεν είχα συναίσθηση της ώρας ή εγώ υπολειτουργούσα, ή εκείνη, ή όλα έγινα τόσο γρήγορα ή τόσο αργά. Ξαφνικά, μου απάντησε με μια αινιγματική φράση. “Μια από αυτές τις νύχτες θα ψάξεις να με βρεις”. Ομολογώ, πως τα έχασα, αναρωτήθηκα αμέσως πως εμφανίστηκε έτσι απότομα μες τη νύχτα και το σιγοβρόχι. Μάλλον όπως και εγώ τυχαία, χωρίς κάποια εξήγηση.
Προτού όμως της απαντήσω, εξαφανίστηκε η μορφή της μέσα στο χρώμα του σκοταδιού. Ήταν άνθρωπος, ήταν άγγελος, ήταν όνειρο; Ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει και η βροχή να εξαχνίζεται. Συγκλονισμένος πήρα το μονοπάτι από τις φυλλωσιές για το σπίτι, τα ρούχα μου ήταν στεγνά..
Παναγιώτης Πατρούλιας